αμ

αμ
(I)
ἄμ (Α)
άλλος τύπος τής προθ. ανά* μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από χειλικό σύμφωνο (β, π., φ, μ), π. χ. «ἄμ βωμοῑσι», «ἄμ πεδίον», «ἄμ φυτά», «ἄμ μέσον». Ο τύπος είναι δωρικός και απαντά στον Πίνδαρο, αλλά και στον Όμηρο και τον Αισχύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά, με αποβολή τού ληκτικού -α- και αφομοίωση του -ν- προ χειλικού συμφώνου (β, π, φ, μ)].
————————
(II)
και εμ
μόριο επιτακτικό ή ενναντιωματικό που απαντά κατά ζεύγη: «αμ την ανάγκη μου έχει, αμ μέ βρίζει»
«εμ φτωχός εμ ακατάδεχτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < εμ... εμ..., πιθ. < τσυρκ. hem... hem...].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”